- ακτινενεργός
- και ακτινεργός, -ό Χημ.ο ραδιενεργός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + ενεργόςαπόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. radioactif- < radio- (< λατ. radius «ακτίνα») + actif «ενεργός» — ο όρος πλάστηκε από τους Pierre και Marie Curie].
Dictionary of Greek. 2013.